«Το κάθε τι πρέπει να ανήκει σε εκείνον που είναι άξιος,
τα παιδιά σε εκείνους που με αγάπη και φροντίδα τα ανατρέφουν,
τα χωράφια στις καλούς γεωργούς, που μέρα νύχτα με ιδρώτα
και μόχθο πασχίζουν να δώσουν γλυκούς καρπούς.»
Αυτά είναι τα λόγια του ίδιου του θεατρικού συγγραφέα αναφορικά με το έργο του «Ο κύκλος με την κιμωλία». Το σπουδαιότερο θεατρικό του έργο, ένα λαϊκό παραμύθι, ένα γεμάτο ενσυναίσθηση κείμενο, το οποίο, τοποθετείται από τον ίδιο τον συγγραφέα, μέσα σε ένα άγριο ιστορικό - πολεμικό πλαίσιο. «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία», όπως είναι αρχικά ο τίτλος του θεατρικού έργου, γράφεται το 1945, όταν οι άνθρωποι βγαίνουν από τα συντρίμμια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και προσπαθούν να χτίσουν τη ζωή και τις πολιτείες τους, από την αρχή. «Η δοκιμασία του κύκλου με την κιμωλία του παλιού κινέζικου μυθιστορήματος και θεατρικού έργου καθώς και το βιβλικό αντίστοιχό τους, η δοκιμασία του Σολομώντα, παραμένουν πολύτιμες σαν δοκιμασίες της μητρότητας (για την εξεύρεση της αληθινής μητρικής στοργής), ακόμα κι όταν η μητρότητα ορίζεται πια κοινωνικά αντιβιολογικά», αναφέρει ο ίδιος.
Όντως, ο Μπέρτολτ Μπρέχτ φτιάχνει ένα παραμύθι για παιδιά, ένα κοινωνικό πείραμα, όπου η τύχη ενός μικρού παιδιού, καθορίζεται από το κοινωνικό πλαίσιο και έναν μέθυσο δικαστή που έλαβε αξίωμα με «άνομες» μεθόδους. Ποιος θα έχει το παιδί; Η βιολογική μητέρα ή η γυναίκα που ανέλαβε να το μεγαλώσει, με χίλιες δυο θυσίες, κινδυνεύοντας να χάσει τη δική της ζωή για χάρη του; Ο δικαστής, Άζντακ, επαφίεται στη Σολωμόντια λύση: Τοποθετεί το παιδί, σε έναν κύκλο και ζητά από τις δύο γυναίκες να το τραβήξουν με τα χέρια τους, η καθεμιά προς το δικό της μέρος. Εκείνη που θα καταφέρει να το βγάλει πρώτη από τον κύκλο, θα τον έχει για πάντα δικό της. Είναι άραγε η αγάπη οδηγός στην απόφαση του Άζντακ; Μπορεί ένα παιδί να γίνει αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα σε δύο γυναίκες; Είναι μόνο αυτό το μήνυμα που θέλει να μεταφέρει ο Μπρέχτ, μέσω των ηρώων του ή μήπως τα πρόσωπα συμβολίζουν κάτι παραπάνω;
Το έργο και οι νέοι «κύκλοι με κιμωλία»
Στο έργο, σε ένα κατεστραμμένο χωριό του Καυκάσου, έχει ξεκινήσει εμφύλιος πόλεμος, ανάμεσα στους χωρικούς, για το ποιος θα επικρατήσει στο ζήτημα της αξιοποίησης της γης. Η επανάσταση στη χώρα δεν αργεί να ξεσπάσει και ο λαός, επιτίθεται στο αρχοντικό των Αμπασβίλι. Η Γκρούσε, είναι υπηρέτρια στο παλάτι και τη μέρα που γίνεται η επίθεση, ύστερα από τη δολοφονία του αφεντικού και την εγκατάλειψη του παλατιού από τη σύζυγό του, έρχεται αντιμέτωπη με μία πραγματικότητα: Το βρέφος, των Αμπασβίλι, ο μικρός Μιχαήλ, τι θα απογίνει; Οι χωρικοί έχουν ήδη πολιορκήσει το σπίτι και επιδιώκουν τον θάνατο του μικρού.
Η Γκρούσε, έχει μόνο μία στιγμή για να πάρει τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής της. Και το κάνει πράξη. Παίρνει το βρέφος και το κουβαλά μαζί της. Από εδώ και στο εξής, εξόριστη δοκιμάζεται σκληρά για να εξασφαλίσει το μέλλον του. Κινδυνεύει πολλές φορές, φτάνει στην απελπισία, ετοιμάζεται να παντρευτεί, έναν άνθρωπο που δεν αγαπά, μόνο και μόνο για να αποκτήσει κοινωνική θέση και να καλυτερέψει τις συνθήκες ζωής του άτυχου παιδιού. Κάπου εκεί, όταν πια το παιδί έχει μεγαλώσει, εμφανίζεται η βιολογική του μητέρα, η οποία διεκδικεί κάθε νόμιμο δικαίωμα. Ακόμα και τα περιουσιακά στοιχεία που έχει κληρονομήσει το παιδί, ως πρίγκιπας. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται και ο δικαστής Άζντακ ο οποίος θα υποβάλει σε μία ανορθόδοξη δοκιμασία τις δύο μητέρες ώστε να αποφασίσει σε ποια από τις δύο θα το δώσει.
Το πείραμα αυτό, στο θεατρικό έργο, μας δίνει ένα πολύ σπουδαίο και συνάμα επίκαιρο μήνυμα. Κανένα πράγμα, καμία γη, κανένα κράτος, κανένας άνθρωπος δεν ανήκει σε κανέναν. Ό,τι υπάρχει σε τούτη εδώ την πλάση, ανήκουν αποκλειστικά σε εκείνους που είναι άξιοι να διακυβεύσουν τη δική τους θέση, με σκοπό να προσφέρουν στην κατεύθυνση εκείνη, που η επίπονη προσπάθειά τους θα αποφέρει «γλυκούς καρπούς».
Ο Μπέρτολτ Μπρέχτ, στο πρόσωπο της Γκρούσε, εξαίρει τη δύναμη των ανθρώπων σε κάθε κρίσιμη εποχή. Σε εκείνους που έρχονται να μετατρέψουν τη αδυναμία σε δύναμη, που επιθυμούν να ρισκάρουν με την ίδια τους τη ζωή ώστε να διαφυλάξουν όσα έχουν αποκτήσει και να παλέψουν για όσα τους αξίζουν. Κι ακόμα περισσότερα: σε μία δεύτερη ανάγνωση, να σπείρουν σίγουρους καρπούς στις επόμενες γενιές που θα ακολουθήσουν. Αντίθετα, στο πρόσωπο του Άζντακ, ο Μπρέχτ, υπογραμμίζει τα περίτεχνα κόλπα της εκφυλισμένης δικαστικής εξουσίας, που δε διστάζει να ακολουθήσει άνομες πρακτικές, προκειμένου να αποδώσει «δικαιοσύνη» ανάλογη με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της τάξης που εκπροσωπεί.
Αυτός είναι και ο λόγος που η Γκρούσε, εγκαταλείπει στην αναμέτρηση για τη διεκδίκηση της επιμέλειας του παιδιού. Όχι γιατί δεν διαθέτει δύναμη να διεκδικήσει το παιδί που μεγάλωσε. Αλλά γιατί αρνείται να αναμετρηθεί σε έναν προδιαγεγραμμένο άνισο αγώνα και σε μία αμφίβολη δικαιοσύνη. Έτσι, χωρίς να θέλει να το πονέσει, αφήνει το χέρι του και συνάμα αφήνει την αγάπη να κερδίσει. Η Γκρούσε μπορεί να μη δικαιώνεται πρακτικά. Γίνεται όμως σύμβολο στη συνείδηση του κόσμου, για την αξιοπρέπεια, την ταπεινότητα και τη δύναμη της αγάπης που στο τέλος πάντα νικά.
Το Μπρεχτικό κείμενο και οι ερμηνείες του
«Ο κύκλος με την κιμωλία», αν και γράφτηκε το 1945, είναι ένα έργο σταθμός στην παιδική ψυχολογία και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι ένα θεατρικό κείμενο που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Από τη μία πλευρά, εντοπίζουμε τα προβλήματα της σύγχρονης ζωής και τα αποτελέσματα που επιφέρουν στην οικογένεια: Γονείς, ο ένας από τους δύο ή και οι δύο, που αναγκάζονται υποχρεωτικά να «εγκαταλείψουν» τα παιδιά τους προκειμένου να τα φέρουν «βόλτα». Γονείς, που επωμίζονται το βάρος αυτής της ενοχής και παιδιά που βιώνουν τις οδυνηρές συνέπειες αυτής της πραγματικότητας.
Άλλη εκδοχή ανάλυσης είναι το θέμα της παγκοσμιοποίησης, αν αναλογιστούμε, ότι ο Μπρέχτ έγραψε το έργο αυτό, την περίοδο που η Γερμανία χωρίστηκε σε δύο μέρη. Στην Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία. Μήπως αυτός ο κόσμος γεμίζει ξανά με άδικους «κύκλους με κιμωλία», με χαμένες πατρίδες, χαμένους λαούς, έχοντας εθνικιστικά και θρησκευτικά διλλήματα; Μήπως το θεατρικό έργο, που φημίζεται για το αντιπολεμικό του πνεύμα, στηλιτεύει τους ισχυρούς αυτού του κόσμου που υψώνουν τα όπλα τους ενάντια σε άμαχους και αθώους πληθυσμούς; Μήπως επισημαίνει την ποινικοποίηση της σκέψης και της πράξης στο όνομα της άνομης δικαιοσύνης; Μήπως, εν τέλει, φέρνει τον άνθρωπο στο προσκήνιο και παρουσιάζει τις πραγματικές ανθρώπινες αξίες και σχέσεις;
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, με το έργο του, οραματίζεται τη δημιουργία ενός νέου «επικού» θεάτρου. Επιχειρεί να αποστασιοποιήσει το κοινό από την πλοκή και μέσω της διαλεκτικής σχέσης να θέσει ερωτήματα, ηθικά διλλήματα, ώστε να βρει απαντήσεις. Κι αυτό το καταφέρνει πολύ καλά, συνδυάζοντας ένα κείμενο που μιλά για την ανθρώπινη πραγματικότητα, με επίκεντρο το παιδί και τις πραγματικές του ανάγκες. Γιατί και αυτός είναι ένας ακόμη ρόλος του παιδικού θεάτρου, στον οποίο ανήκει το έργο. Να ψυχαγωγεί και συνάμα να διαμορφώνει την παιδική συνείδηση, να αναβαθμίζει την κριτική σκέψη των ενηλίκων, που φτιάχνουν νέες προσωπικότητες, νέους ανθρώπους.
Κλείνοντας, να επισημάνουμε ότι ο «Καυκασιανός Κύκλος με την κιμωλία» ανέβηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1954, με τον Μπρέχτ να αποσπά διεθνή αναγνώριση. Στην Ελλάδα, το έργο ανέβηκε, πρώτη φορά, το 1957, στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν και σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη, ενώ τη μουσική διεύθυνση είχε ο Μάνος Χατζηδάκις.
Το σημερινό άρθρο ολοκληρώνεται με ένα μικρό βίντεο - αφιέρωμα στο θεατρικό έργο και στον συγγραφέα του, Μπέρτολτ Μπρέχτ.
The Paint Poster Studio
Έρση Κουμπούρη
Δημοσιογράφος - Εικονογράφος
Το βίντεο τις εικόνες και τις εικονογραφήσεις δημιούργησε η αρθογράφος
*Οι πρωτότυπες εικόνες με τον Μπρέχτ ενδέχεται να υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα.
Comments