

Μια νύχτα Μαγική
Ο ουρανός είχε αρχίσει να γίνεται ιώδης.
Καθώς προχωρούσες έξω από τα πλαίσια της πόλης, το φως του φεγγαριού, που ανέβαινε δειλά δειλά, έφεγγε τον δρόμο που οδηγούσε στο δάσος.
Λίγο πιο εκεί ήταν το σπίτι της Λούνας. Όπως κάθε βράδυ, εκείνη, κάθόταν στο μπαλκόνι για να θαυμάσει το τέλος της ημέρας.
Καθώς η βραδιά κυλούσε ξαφνικά δύο αστέρια έπεσαν από τον ουρανό και τον έσκισαν στα δύο. Κάτι παράξενο συνέβαινε. Τα αστέρια δεν έσβηναν στο πέρασμά τους.
Η λούνα με καρφωμένο το βλέμμα στην πορεία των αστεριών αισθάνθηκε έναν φόβο να την κυριεύει. "Τι συμβαίνει άραγε, μοιάζει σαν να έχει αρπάξει φωτιά", μονολόγησε.
Βιαστικά, χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήρε τη σκάλα από το περιβόλι και έτρεξε αμέσως στο σημείο που τα δύο αστέρια καρφώθηκαν στη γη.
Το φως ήταν τόσο έντονο που δε χρειάστηκε να πάρει φαναράκι μαζί της. Εξάλλου το ολόγιομο φεγγάρι έδειχνε ξεκάθαρα τον δρόμο για το σημείο που βρίσκονταν τα δύο αστέρια.
"Έχει ακόμα φως", είπε καθώς κατευθυνόταν πιο βαθιά στο δάσος.
Όταν έφτασε στο σημείο, η λάμψη των αστεριών, ήταν εκτυφλωτική. Έμοιαζε σαν μια τεράστια φωτιά όπως αυτές που ανάβει με τους φίλους της τα καλοκαιρινά βράδια ψηλά στο βουνό για να ζεσταθούν.
"Κανένα αστέρι δεν πρέπει να λείπει από τον ουρανό", σκέφτηκε. Έτσι, πήρε αμέσως τη σκάλα της και την τοποθέτησε στο πιο ψηλό δέντρο που βρίσκονταν δίπλα της.
Πήρε στα χέρια της προσεκτικά τα δύο αστέρια που συνέχιζαν να φέγγουν ζωηρά κι ανέβηκε ψηλά.
Όταν πια έφτασε δίπλα στο φεγγάρι τοποθέτησε τα δύο αστέρια στη θέση τους και έμεινε για λίγο εκεί να κοιτάζει το κάθαριο φως τους.
"Τώρα πια δε λείπει τίποτα", είπε.
Κείμενο - Εικονογράφηση: Έρση Κουμπούρη


